- ὑπερβάλλω
- ὑπερβάλλωa abs., overstep the mark
ἐν δὲ δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβᾰλών N. 7.66
b surpass c. gen. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐν δὲ δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβᾰλών N. 7.66
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα … Dictionary of Greek
υπερβάλλω — υπερβάλλω, υπερέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: υπερβάλλω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει σε εκφρ. όπως: υπερβάλλων υπερβολικός) ζήλος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑπερβάλλω — throw over pres subj act 1st sg ὑπερβάλλω throw over pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβάλλω — υπέρβαλα 1. υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, πλεονεκτώ: Υπερβάλλει όλους σε εργατικότητα. 2. μεγαλοποιώ, παρασταίνω κάτι υπερβολικά, τα παραλέω: Έτσι όπως τα λες, υπερβάλλεις. 3. το ουδ. μτχ. ως ουσ., υπερβάλλον το πλεόνασμα, το περίσσεμα: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερβάλησθε — ὑπερβάλλω throw over aor subj mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over aor subj act 2nd pl (epic) ὑπερβά̱λησθε , ὑπερβάλλω throw over aor subj mid 2nd pl (doric) ὑπερβά̱λησθε , ὑπερβάλλω throw over aor subj act 2nd pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβάλῃ — ὑπερβάλλω throw over aor subj mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over aor subj act 3rd sg ὑπερβά̱λῃ , ὑπερβάλλω throw over aor subj mid 2nd sg (doric) ὑπερβά̱λῃ , ὑπερβάλλω throw over aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβαλοῦσι — ὑπερβάλλω throw over aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερβάλλω throw over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπερβάλλω throw over fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβαλοῦσιν — ὑπερβάλλω throw over aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερβάλλω throw over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπερβάλλω throw over fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβάλλεσθε — ὑπερβάλλω throw over pres imperat mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over pres ind mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβάλλετε — ὑπερβάλλω throw over pres imperat act 2nd pl ὑπερβάλλω throw over pres ind act 2nd pl ὑπερβάλλω throw over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβάλλῃ — ὑπερβάλλω throw over pres subj mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over pres ind mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)